Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οσμηγόνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οσμηγόν
ος
η
οσμηγόν
ος
&
οσμηγόν
α
το
οσμηγόν
ο
γενική
του
οσμηγόν
ου
της
οσμηγόν
ου
&
οσμηγόν
ας
του
οσμηγόν
ου
αιτιατική
τον
οσμηγόν
ο
την
οσμηγόν
ο
&
οσμηγόν
α
το
οσμηγόν
ο
κλητική
οσμηγόν
ε
οσμηγόν
ε
&
οσμηγόν
α
οσμηγόν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οσμηγόν
οι
οι
οσμηγόν
οι
&
οσμηγόν
ες
τα
οσμηγόν
α
γενική
των
οσμηγόν
ων
των
οσμηγόν
ων
των
οσμηγόν
ων
αιτιατική
τους
οσμηγόν
ους
τις
οσμηγόν
ους
&
οσμηγόν
ες
τα
οσμηγόν
α
κλητική
οσμηγόν
οι
οσμηγόν
οι
&
οσμηγόν
ες
οσμηγόν
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οσμηγόνος
<
οσμή
+
-γόνος
Επίθετο
επεξεργασία
οσμηγόνος
(
λόγιο
) που
αναδίδει
οσμές
Άλλες μορφές
επεξεργασία
οσμογόνος
Συνώνυμα
επεξεργασία
οσμηρός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
οσμή
και
όζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οσμηγόνος
→
δείτε
τη λέξη
οσμηρός