ορομετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορομετρία <
- όρ(ος) (βουνό) + -ο- + -μετρία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική orometry
- όρ(ος) (η λέξη που χρησιμοποιούμε για κάτι) + -ο- + -μετρία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική terminometry
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορομετρία θηλυκό
- (για τα βουνά) συνώνυμο του ορεομετρία
- → δείτε τη λέξη ορομετρικός (ορομετρικός χάρτης)
- (για την Ορολογία) η καταμέτρηση όρων μέσα σε κείμενα ή σε άλλα τεκμήρια λόγου με σκοπό, τη στατιστική μελέτη της χρήσης τους
- η ορομετρία για τα αρχαία κείμενα είναι πλέον αυτοποιημένη με τους υπολογιστές: μπορούμε να βρούμε πόσες φορές υπάρχει ο όρος «σοφία»
Μεταφράσεις επεξεργασία
για τα βουνά
|
για τις έννοιες