ορεομετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορεομετρία | οι | ορεομετρίες |
γενική | της | ορεομετρίας | των | ορεομετριών |
αιτιατική | την | ορεομετρία | τις | ορεομετρίες |
κλητική | ορεομετρία | ορεομετρίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορεομετρία < ορεο- + -μετρία, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική orometry (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορεομετρία θηλυκό
- (γεωγραφία) μέρος της ορεογραφίας που πραγματεύεται τη χαρτογράφηση του αναγλύφου του εδάφους με απεικόνιση και αναγραφή των υψομετρικών διαφορών