↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορκοδοτικός η ορκοδοτική το ορκοδοτικό
      γενική του ορκοδοτικού της ορκοδοτικής του ορκοδοτικού
    αιτιατική τον ορκοδοτικό την ορκοδοτική το ορκοδοτικό
     κλητική ορκοδοτικέ ορκοδοτική ορκοδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορκοδοτικοί οι ορκοδοτικές τα ορκοδοτικά
      γενική των ορκοδοτικών των ορκοδοτικών των ορκοδοτικών
    αιτιατική τους ορκοδοτικούς τις ορκοδοτικές τα ορκοδοτικά
     κλητική ορκοδοτικοί ορκοδοτικές ορκοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορκοδοτικός < ορκοδοτώ + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ορκοδοτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία