Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορκοδοτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ορκοδοτικ
ός
η
ορκοδοτικ
ή
το
ορκοδοτικ
ό
γενική
του
ορκοδοτικ
ού
της
ορκοδοτικ
ής
του
ορκοδοτικ
ού
αιτιατική
τον
ορκοδοτικ
ό
την
ορκοδοτικ
ή
το
ορκοδοτικ
ό
κλητική
ορκοδοτικ
έ
ορκοδοτικ
ή
ορκοδοτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ορκοδοτικ
οί
οι
ορκοδοτικ
ές
τα
ορκοδοτικ
ά
γενική
των
ορκοδοτικ
ών
των
ορκοδοτικ
ών
των
ορκοδοτικ
ών
αιτιατική
τους
ορκοδοτικ
ούς
τις
ορκοδοτικ
ές
τα
ορκοδοτικ
ά
κλητική
ορκοδοτικ
οί
ορκοδοτικ
ές
ορκοδοτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ορκοδοτικός
<
ορκοδοτώ
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ορκοδοτικός, -ή, -ό
(
λόγιο
) που έχει
σχέση
με την
ορκοδοσία
ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ορκοδοτώ
,
όρκος
και
δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορκοδοτικός