Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορκοδοτώ < όρκος + -ο- + -δοτώ

  Ρήμα επεξεργασία

ορκοδοτώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία