Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οριοθετικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οριοθετικ
ός
η
οριοθετικ
ή
το
οριοθετικ
ό
γενική
του
οριοθετικ
ού
της
οριοθετικ
ής
του
οριοθετικ
ού
αιτιατική
τον
οριοθετικ
ό
την
οριοθετικ
ή
το
οριοθετικ
ό
κλητική
οριοθετικ
έ
οριοθετικ
ή
οριοθετικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οριοθετικ
οί
οι
οριοθετικ
ές
τα
οριοθετικ
ά
γενική
των
οριοθετικ
ών
των
οριοθετικ
ών
των
οριοθετικ
ών
αιτιατική
τους
οριοθετικ
ούς
τις
οριοθετικ
ές
τα
οριοθετικ
ά
κλητική
οριοθετικ
οί
οριοθετικ
ές
οριοθετικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οριοθετικός
<
οριοθετώ
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
οριοθετικός
(
σπάνιο
) που έχει
σχέση
με
οριοθέτηση
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οριοθετικός
γαλλικά
:
démarcatif
(fr)