↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οριοθετικός η οριοθετική το οριοθετικό
      γενική του οριοθετικού της οριοθετικής του οριοθετικού
    αιτιατική τον οριοθετικό την οριοθετική το οριοθετικό
     κλητική οριοθετικέ οριοθετική οριοθετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οριοθετικοί οι οριοθετικές τα οριοθετικά
      γενική των οριοθετικών των οριοθετικών των οριοθετικών
    αιτιατική τους οριοθετικούς τις οριοθετικές τα οριοθετικά
     κλητική οριοθετικοί οριοθετικές οριοθετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οριοθετικός < οριοθετώ + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

οριοθετικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία