Δείτε επίσης: ὀρθόφρων

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορθόφρων
ορθόφρονας
η ορθόφρων το ορθόφρον
      γενική του ορθόφρονος
ορθόφρονα
της ορθόφρονος του ορθόφρονος
    αιτιατική τον ορθόφρονα την ορθόφρονα το ορθόφρον
     κλητική ορθόφρων
ορθόφρονα
ορθόφρων ορθόφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορθόφρονες οι ορθόφρονες τα ορθόφρονα
      γενική των ορθοφρόνων των ορθοφρόνων των ορθοφρόνων
    αιτιατική τους ορθόφρονες τις ορθόφρονες τα ορθόφρονα
     κλητική ορθόφρονες ορθόφρονες ορθόφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθόφρων < αρχαία ελληνική ὀρθόφρων[1] < ὀρθός + φρήν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθόφρων αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • ορθόφρωνΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ορθόφρων - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ορθόφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.