ορθόλιθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ορθόλιθος | οι | ορθόλιθοι |
γενική | του | ορθόλιθου & ορθολίθου |
των | ορθόλιθων & ορθολίθων |
αιτιατική | τον | ορθόλιθο | τους | ορθόλιθους & ορθολίθους |
κλητική | ορθόλιθε | ορθόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oɾˈθo.li.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θό‐λι‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθόλιθος αρσενικό
- (αρχαιολογία) μακρόστενος ογκόλιθος που τοποθετείται όρθια
Δείτε επίσης
επεξεργασία- οβελίσκος
- μεγάλιθος
- μονόλιθος
- ντολμέν
- σάρσεν
- στήλη
- Κρόμλεχ στη Βικιπαίδεια
- Μενίρ στη Βικιπαίδεια
- Ορθόλιθοι του Στέννες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορθόλιθος