↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορθόλιθος οι ορθόλιθοι
      γενική του ορθόλιθου
ορθολίθου
των ορθόλιθων
ορθολίθων
    αιτιατική τον ορθόλιθο τους ορθόλιθους
ορθολίθους
     κλητική ορθόλιθε ορθόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορθόλιθος < ορθό- + λίθος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oɾˈθo.li.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐θό‐λι‐θος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ορθόλιθος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία