ντολμέν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαντολμέν ουδέτερο άκλιτο
- (αρχαιολογία) προϊστορικός μεγαλιθικός τάφος που αποτελείται από έναν πεπλατυσμένο λίθο στην κορυφή και από δύο ή περισσότερα κάθετα μενίρ
Δείτε επίσης : ντολμάς |
ντολμέν ουδέτερο άκλιτο