Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορθοπαντογράφος οι ορθοπαντογράφοι
      γενική του ορθοπαντογράφου των ορθοπαντογράφων
    αιτιατική τον ορθοπαντογράφο τους ορθοπαντογράφους
     κλητική ορθοπαντογράφε ορθοπαντογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθοπαντογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthopantomograph < αρχαία ελληνική ὀρθός + πᾶς + γράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθοπαντογράφος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία