ορθοπαντογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορθοπαντογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthopantomography < αρχαία ελληνική ὀρθός + πᾶς + γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορθοπαντογραφία θηλυκό
- (οδοντιατρική) ακτινογραφία που βγαίνει από ορθοπαντογράφο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ορθοπαντογράφος, ορθός, πας και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορθοπαντογραφία