ορθογένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορθογένεση | οι | ορθογενέσεις |
γενική | της | ορθογένεσης* | των | ορθογενέσεων |
αιτιατική | την | ορθογένεση | τις | ορθογενέσεις |
κλητική | ορθογένεση | ορθογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορθογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορθογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Orthogenesis[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthogenesis[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική orthogenèse[1] < αρχαία ελληνική ὀρθός + γένεσις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /or.θoˈɣe.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐γέ‐νε‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθογένεση θηλυκό
- (βιολογία) παρωχημένη βιολογική υπόθεση ότι οι οργανισμοί έχουν μια έμφυτη τάση να εξελίσσονται σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, προς κάποιο στόχο ακολουθώντας προκαθορισμένα στάδια
Δείτε επίσης
επεξεργασία- orthogenesis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορθογένεση
- ↑ 1,0 1,1 1,2 ορθογένεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)