οργανωτικοδιοικητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οργανωτικοδιοικητικός < οργανωτικός + -ο- + διοικητικός
Επίθετο επεξεργασία
οργανωτικοδιοικητικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
οργανωτικοδιοικητικός
|
οργανωτικοδιοικητικός
|