οργανωτικοδιοικητικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαοργανωτικοδιοικητικό
- αιτιατική ενικού του οργανωτικοδιοικητικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του οργανωτικοδιοικητικός
οργανωτικοδιοικητικό