↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπτομετρία οι οπτομετρίες
      γενική της οπτομετρίας των οπτομετριών
    αιτιατική την οπτομετρία τις οπτομετρίες
     κλητική οπτομετρία οπτομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οπτομετρία < οπτομέτρης + -ία ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική optometry + -ία < αρχαία ελληνική ὀπτός / ὄπωπα + μέτρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οπτομετρία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Optometry στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία