οπλοποιείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπλοποιείο < μεσαιωνική ελληνική οπλοποιείον < (ελληνιστική κοινή) οπλοποιός / όπλ(ο) + -ο- + -ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία/οπλοποιείο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οπλοποιείο
|