Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οπλοποιείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οπλοποιεί
ο
τα
οπλοποιεί
α
γενική
του
οπλοποιεί
ου
των
οπλοποιεί
ων
αιτιατική
το
οπλοποιεί
ο
τα
οπλοποιεί
α
κλητική
οπλοποιεί
ο
οπλοποιεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οπλοποιείο
<
μεσαιωνική ελληνική
οπλοποιείον
<
(
ελληνιστική κοινή
)
οπλοποιός
/
όπλ(ο)
+
-ο-
+
-ποιείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
/
οπλοποιείο
ουδέτερο
εργαστήριο
ή
εργοστάσιο
κατασκευής
όπλων
Συνώνυμα
επεξεργασία
οπλουργείο
Συνώνυμα
επεξεργασία
οπλοποιός
→
δείτε
τις
λέξεις
όπλο
και
ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οπλοποιείο