Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οπλουργείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οπλουργεί
ο
τα
οπλουργεί
α
γενική
του
οπλουργεί
ου
των
οπλουργεί
ων
αιτιατική
το
οπλουργεί
ο
τα
οπλουργεί
α
κλητική
οπλουργεί
ο
οπλουργεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οπλουργείο
<
οπλουργός
+
-είο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οπλουργείο
ουδέτερο
το
οπλοποιείο
Συνώνυμα
επεξεργασία
οπλουργός
→
δείτε
τις λέξεις
όπλο
και
έργο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οπλουργείο
→
δείτε
τη λέξη
οπλοποιείο