• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

οπλοποιός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπλοποιός οι οπλοποιοί
      γενική του οπλοποιού των οπλοποιών
    αιτιατική τον οπλοποιό τους οπλοποιούς
     κλητική οπλοποιέ οπλοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

οπλοποιός < (ελληνιστική κοινή) ὁπλοποιός, αναλύεται όπλ(ο) + -ο- + -ποιός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

οπλοποιός αρσενικό

  • (επάγγελμα) τεχνίτης κατασκευής όπλων, και ειδικότερα πυροβόλων και φορητών

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • οπλουργός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    οπλοποιός
  • αγγλικά : gunsmith (en), armourer (en), armorer (en)
  • ισπανικά : armero (es)
  • πολωνικά : rusznikarz (pl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οπλοποιός&oldid=5548164"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Μαρτίου 2022, στις 21:50
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Μαρτίου 2022, στις 21:50.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie