Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπισθαρίθμηση οι οπισθαριθμήσεις
      γενική της οπισθαρίθμησης* των οπισθαριθμήσεων
    αιτιατική την οπισθαρίθμηση τις οπισθαριθμήσεις
     κλητική οπισθαρίθμηση οπισθαριθμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οπισθαριθμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπισθαρίθμηση < οπισθο- + αρίθμηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική countdown)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπισθαρίθμηση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία