οξύγναθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οξύγναθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oxygnathous < αρχαία ελληνική ὀξύς + γνάθος
Επίθετο επεξεργασία
οξύγναθος, -η, -ο
- (για ανθρώπους) που έχει οξεία / λεία / αιχμηρή γνάθο
- (για ζώα) που έχει οξύ / λείο / αιχμηρό ρύγχος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οξύγναθος