Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οξαλικός η οξαλική το οξαλικό
      γενική του οξαλικού της οξαλικής του οξαλικού
    αιτιατική τον οξαλικό την οξαλική το οξαλικό
     κλητική οξαλικέ οξαλική οξαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οξαλικοί οι οξαλικές τα οξαλικά
      γενική των οξαλικών των οξαλικών των οξαλικών
    αιτιατική τους οξαλικούς τις οξαλικές τα οξαλικά
     κλητική οξαλικοί οξαλικές οξαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξαλικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική oxalique[1] < oxalide < (ελληνιστική κοινήὀξαλίς (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική ὄξος < ὀξύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ḱrós

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ksa.liˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

οξαλικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία