οξαλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οξαλικός | η | οξαλική | το | οξαλικό |
γενική | του | οξαλικού | της | οξαλικής | του | οξαλικού |
αιτιατική | τον | οξαλικό | την | οξαλική | το | οξαλικό |
κλητική | οξαλικέ | οξαλική | οξαλικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οξαλικοί | οι | οξαλικές | τα | οξαλικά |
γενική | των | οξαλικών | των | οξαλικών | των | οξαλικών |
αιτιατική | τους | οξαλικούς | τις | οξαλικές | τα | οξαλικά |
κλητική | οξαλικοί | οξαλικές | οξαλικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οξαλικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική oxalique[1] < oxalide < (ελληνιστική κοινή) ὀξαλίς (αντιδάνειο) < αρχαία ελληνική ὄξος < ὀξύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ḱrós
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ksa.liˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίαοξαλικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οξαλικός
- ↑ οξαλικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας