Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξέωση οι οξεώσεις
      γενική της οξέωσης* των οξεώσεων
    αιτιατική την οξέωση τις οξεώσεις
     κλητική οξέωση οξεώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οξεώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξέωση < οξύ + -ώση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική acidosis[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική acidose[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οξέωση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 οξέωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)