ασυνήθιστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυνήθιστα < ασυνήθιστος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ασυνήθιστα
- κατά τρόπο ή σε ποσότητα όχι συνηθισμένη
- Είναι ασυνήθιστα ευγενικός σήμερα. Τι έπαθε;
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ασυνήθιστα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ασυνήθιστο) του ασυνήθιστος