Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλκάλωση οι αλκαλώσεις
      γενική της αλκάλωσης* των αλκαλώσεων
    αιτιατική την αλκάλωση τις αλκαλώσεις
     κλητική αλκάλωση αλκαλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλκαλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλκάλωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλκάλωση θηλυκό

  • (χημεία) κατάσταση υπερβολικής σωματικής αλκαλικότητας
    ※  Η απώλεια Η+ αποτελεί την κυριότητα αιτία μεταβολικής αλκαλώσεως (Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος, Κυριάκος Καρκούλιας, Στοιχεία φυσιολογίας αναπνευστικού 4, Πανεπιστήμιο Πατρών, ανακτήθηκε 4/12/2021 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία