Δείτε επίσης: ὀνυχοφόρος
↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ονυχοφόρος το ονυχοφόρο
      γενική του/της ονυχοφόρου του ονυχοφόρου
    αιτιατική τον/την ονυχοφόρο το ονυχοφόρο
     κλητική ονυχοφόρε ονυχοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ονυχοφόροι τα ονυχοφόρα
      γενική των ονυχοφόρων των ονυχοφόρων
    αιτιατική τους/τις ονυχοφόρους τα ονυχοφόρα
     κλητική ονυχοφόροι ονυχοφόρα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ονυχοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀνυχοφόρος < ὀνυχο- (ονυχο-) + -φόρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ni.xoˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐νυ‐χο‐φό‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ονυχοφόρος, -ος, -ο

  1. (ανατομία) που έχει νύχια
    ⮡  η ονυχοφόρος φάλαγγα των δακτύλων
  2. (ζωολογία) για ζώο θηλαστικό που έχει νύχια και όχι οπλές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)