Δείτε επίσης: ὁμότονος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομότονος η ομότονη το ομότονο
      γενική του ομότονου της ομότονης του ομότονου
    αιτιατική τον ομότονο την ομότονη το ομότονο
     κλητική ομότονε ομότονη ομότονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομότονοι οι ομότονες τα ομότονα
      γενική των ομότονων των ομότονων των ομότονων
    αιτιατική τους ομότονους τις ομότονες τα ομότονα
     κλητική ομότονοι ομότονες ομότονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομότονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμότονος < ὁμοῦ + τείνω. Συγχρονικά αναλύεται σε ομό- + τόν(ος) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈmo.to.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μό‐το‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

ομότονος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)