χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομορφότερος η ομορφότερη το ομορφότερο
      γενική του ομορφότερου της ομορφότερης του ομορφότερου
    αιτιατική τον ομορφότερο την ομορφότερη το ομορφότερο
     κλητική ομορφότερε ομορφότερη ομορφότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομορφότεροι οι ομορφότερες τα ομορφότερα
      γενική των ομορφότερων των ομορφότερων των ομορφότερων
    αιτιατική τους ομορφότερους τις ομορφότερες τα ομορφότερα
     κλητική ομορφότεροι ομορφότερες ομορφότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομορφότερος < ομορφ-ότερος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.moɾˈfo.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μορ‐φό‐τε‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

ομορφότερος, -η, -ο (& πιο όμορφος)

  1. συγκριτικός βαθμός του όμορφος
    ⮡  Λένε για τα Κανάρια νησιά, αλλά όταν πήγα κατάλαβα ότι τα ελληνικά είναι απείρως ομορφότερα.
  2. υπερθετικός βαθμός με περίφραση
    ⮡  η Μαρία είναι η ομορφότερη (απ' όλες)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία