ομοιόσταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομοιόσταση | οι | ομοιοστάσεις |
γενική | της | ομοιόστασης* | των | ομοιοστάσεων |
αιτιατική | την | ομοιόσταση | τις | ομοιοστάσεις |
κλητική | ομοιόσταση | ομοιοστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ομοιοστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομοιόσταση < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική homeostasis < αρχαία ελληνική ὅμοιος + ἵστημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομοιόσταση θηλυκό
- (βιολογία, ιατρική) η ικανότητα του οργανισμού να διατηρεί σταθερές τις συνθήκες του εσωτερικού του περιβάλλοντος (θερμοκρασία, συγκεντρώσεις διάφορων συστατικών κτλ.), παρά τις εξωτερικές μεταβολές
- ※ Διεγερτικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί συνυπάρχουν εξασφαλίζοντας την ομοιόσταση και συνεπώς την υγεία ου ατόμου. Η διαταραχή της ομοιόστασης οδηγεί σε παθολογικές καταστάσεις. Συχνά η διέγερση και η καταστολή αποκλίνουν της φυσιολογικής πορείας. Στις αυτοανοσίες, για παράδειγμα, επικρατεί διέγερση του οργανισμού ενάντια στα εαυτά στοιχεία και όχι η φυσιολογική ανοχή. Αντίθετα, στη σήψη, επικρατούν ανοσοκατασταλτικοί μηχανισμοί και εμποδίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα να δράσει ενάντια σε γενικευμένες μολύνσεις.
- Ανοσορύθμιση, @immunorec.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 30-05-2023
- ※ Διεγερτικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί συνυπάρχουν εξασφαλίζοντας την ομοιόσταση και συνεπώς την υγεία ου ατόμου. Η διαταραχή της ομοιόστασης οδηγεί σε παθολογικές καταστάσεις. Συχνά η διέγερση και η καταστολή αποκλίνουν της φυσιολογικής πορείας. Στις αυτοανοσίες, για παράδειγμα, επικρατεί διέγερση του οργανισμού ενάντια στα εαυτά στοιχεία και όχι η φυσιολογική ανοχή. Αντίθετα, στη σήψη, επικρατούν ανοσοκατασταλτικοί μηχανισμοί και εμποδίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα να δράσει ενάντια σε γενικευμένες μολύνσεις.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομοιόσταση