Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομοιοστασία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ομοιοστασί
α
οι
ομοιοστασί
ες
γενική
της
ομοιοστασί
ας
των
ομοιοστασι
ών
αιτιατική
την
ομοιοστασί
α
τις
ομοιοστασί
ες
κλητική
ομοιοστασί
α
ομοιοστασί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομοιοστασία
<
ομοιόσταση
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ομοιοστασία
θηλυκό
(
βιολογία
)
άλλη μορφή
του
ομοιόσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομοιοστασία
→
δείτε
τη λέξη
ομοιόσταση