Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομογαμία οι ομογαμίες
      γενική της ομογαμίας των ομογαμιών
    αιτιατική την ομογαμία τις ομογαμίες
     κλητική ομογαμία ομογαμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομογαμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homogamy + -ία < αρχαία ελληνική ὁμόγαμος[1] < ὁμοῦ + γάμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομογαμία θηλυκό

  1. (βοτανική) γονιμοποίηση λουλουδιού με γύρη από το ίδιο το φυτό
  2. (κοινωνιολογία) γάμος μεταξύ ατόμων που ανήκουν στην ίδια οικονομική ή κοινωνική τάξη ή έχουν παρόμοιο μορφωτικό επίπεδο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ὁμόγαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.