ομογαμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ομογαμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homogamy + -ία < αρχαία ελληνική ὁμόγαμος[1] < ὁμοῦ + γάμος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ομογαμία θηλυκό
- (βοτανική) γονιμοποίηση λουλουδιού με γύρη από το ίδιο το φυτό
- (κοινωνιολογία) γάμος μεταξύ ατόμων που ανήκουν στην ίδια οικονομική ή κοινωνική τάξη ή έχουν παρόμοιο μορφωτικό επίπεδο