ολυμπιάδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολυμπιάδα < αρχαία ελληνική Ὀλυμπιάς, θηλυκό του Ὀλύμπιος < Ὄλυμπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ολυμπιάδα θηλυκό
- (αθλητισμός) η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων μιας συγκεκριμένης χρονιάς
- (στην αρχαιότητα) το χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών που μεσολαβούσε μεταξύ δύο διοργανώσεων των πανελληνίων αγώνων στην Ολυμπία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Όλυμπος