Δείτε επίσης: Ὄλυμπος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Όλυμπος οι Όλυμποι
      γενική του Όλυμπου
Ολύμπου
των Όλυμπων
Ολύμπων
    αιτιατική τον Όλυμπο τους Όλυμπους
Ολύμπους
     κλητική Όλυμπε Όλυμποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Όλυμπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ὄλυμπος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Όλυμπος αρσενικό

  1. το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, όπου κατοικούσαν οι δώδεκα Ολύμπιοι θεοί των αρχαίων Ελλήνων
  2. ονομασία βουνών σε διάφορα μέρη της Ελλάδας· βουνό της Κύπρου· ιστορική ονομασία βουνών της Τουρκίας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Όλυμπος
      γενική της Ολύμπου
    αιτιατική την Όλυμπο
     κλητική Όλυμπε
(Όλυμπο)
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Όλυμπος θηλυκό, μόνο στον ενικό