Ολυμπιάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ολυμπιάδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Όλυμπιάς → και δείτε τη λέξη ολυμπιάδα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟλυμπιάδα θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- → δείτε και το όνομα Ολυμπία
- (αθλητισμός) οι Ολυμπιακοί Αγώνες → δείτε τη λέξη ολυμπιάδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυναικεία όνομα
|