Ὀλυμπιάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ὀλυμπιάς | αἱ | Ὀλυμπιάδες |
γενική | τῆς | Ὀλυμπιάδος | τῶν | Ὀλυμπιάδων |
δοτική | τῇ | Ὀλυμπιάδῐ | ταῖς | Ὀλυμπιάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | Ὀλυμπιάδᾰ | τὰς | Ὀλυμπιάδᾰς |
κλητική ὦ! | Ὀλυμπιάς | Ὀλυμπιάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ὀλυμπιάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ὀλυμπιάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαὈλυμπιάς θηλυκό