↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολοπράσινος η ολοπράσινη το ολοπράσινο
      γενική του ολοπράσινου της ολοπράσινης του ολοπράσινου
    αιτιατική τον ολοπράσινο την ολοπράσινη το ολοπράσινο
     κλητική ολοπράσινε ολοπράσινη ολοπράσινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολοπράσινοι οι ολοπράσινες τα ολοπράσινα
      γενική των ολοπράσινων των ολοπράσινων των ολοπράσινων
    αιτιατική τους ολοπράσινους τις ολοπράσινες τα ολοπράσινα
     κλητική ολοπράσινοι ολοπράσινες ολοπράσινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολοπράσινος < ολο- + πράσινος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.loˈpɾa.si.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λο‐πρά‐σι‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

ολοπράσινος, -η, -ο