Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολοπράσινος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολοπράσιν
ος
η
ολοπράσιν
η
το
ολοπράσιν
ο
γενική
του
ολοπράσιν
ου
της
ολοπράσιν
ης
του
ολοπράσιν
ου
αιτιατική
τον
ολοπράσιν
ο
την
ολοπράσιν
η
το
ολοπράσιν
ο
κλητική
ολοπράσιν
ε
ολοπράσιν
η
ολοπράσιν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολοπράσιν
οι
οι
ολοπράσιν
ες
τα
ολοπράσιν
α
γενική
των
ολοπράσιν
ων
των
ολοπράσιν
ων
των
ολοπράσιν
ων
αιτιατική
τους
ολοπράσιν
ους
τις
ολοπράσιν
ες
τα
ολοπράσιν
α
κλητική
ολοπράσιν
οι
ολοπράσιν
ες
ολοπράσιν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολοπράσινος
<
ολο-
+
πράσινος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
o.loˈpɾa.si.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ο‐λο‐πρά‐σι‐νος
Επίθετο
επεξεργασία
ολοπράσινος, -η, -ο
(
επιτατικό επίθετο
)
συνώνυμο
του
καταπράσινος