↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολιγομερής η ολιγομερής το ολιγομερές
      γενική του ολιγομερούς* της ολιγομερούς του ολιγομερούς
    αιτιατική τον ολιγομερή την ολιγομερή το ολιγομερές
     κλητική ολιγομερή(ς) ολιγομερής ολιγομερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολιγομερείς οι ολιγομερείς τα ολιγομερή
      γενική των ολιγομερών των ολιγομερών των ολιγομερών
    αιτιατική τους ολιγομερείς τις ολιγομερείς τα ολιγομερή
     κλητική ολιγομερείς ολιγομερείς ολιγομερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολιγομερής < ολίγος + -ο- + μέρος + -ής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.li.ɣo.meˈɾis/

  Επίθετο

επεξεργασία

ολιγομερής, -ής, -ές

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία