οικοσυστημικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικοσυστημικός < οικοσύστημα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecosystemic)
Επίθετο επεξεργασία
οικοσυστημικός
- που έχει σχέση με το οικοσύστημα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικοσυστημικός