οζοντισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οζοντισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου οζοντίζω
Μετοχή
επεξεργασίαοζοντισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη οζοντίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία οζοντισμένος
|
οζοντισμένος, -η, -ο
|