οζοντισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαοζοντισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του οζοντισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του οζοντισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του οζοντισμένος