οζοντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οζοντίζω < όζον + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ozoniser / ozoner < ozone < γερμανική Ozon < αρχαία ελληνική ὄζω)
Ρήμα
επεξεργασίαοζοντίζω
- άλλη μορφή του οζονίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οζοντίζω | οζόντιζα | θα οζοντίζω | να οζοντίζω | οζοντίζοντας | |
β' ενικ. | οζοντίζεις | οζόντιζες | θα οζοντίζεις | να οζοντίζεις | οζόντιζε | |
γ' ενικ. | οζοντίζει | οζόντιζε | θα οζοντίζει | να οζοντίζει | ||
α' πληθ. | οζοντίζουμε | οζοντίζαμε | θα οζοντίζουμε | να οζοντίζουμε | ||
β' πληθ. | οζοντίζετε | οζοντίζατε | θα οζοντίζετε | να οζοντίζετε | οζοντίζετε | |
γ' πληθ. | οζοντίζουν(ε) | οζόντιζαν οζοντίζαν(ε) |
θα οζοντίζουν(ε) | να οζοντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οζόντισα | θα οζοντίσω | να οζοντίσω | οζοντίσει | ||
β' ενικ. | οζόντισες | θα οζοντίσεις | να οζοντίσεις | οζόντισε | ||
γ' ενικ. | οζόντισε | θα οζοντίσει | να οζοντίσει | |||
α' πληθ. | οζοντίσαμε | θα οζοντίσουμε | να οζοντίσουμε | |||
β' πληθ. | οζοντίσατε | θα οζοντίσετε | να οζοντίσετε | οζοντίστε | ||
γ' πληθ. | οζόντισαν οζοντίσαν(ε) |
θα οζοντίσουν(ε) | να οζοντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οζοντίσει | είχα οζοντίσει | θα έχω οζοντίσει | να έχω οζοντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις οζοντίσει | είχες οζοντίσει | θα έχεις οζοντίσει | να έχεις οζοντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει οζοντίσει | είχε οζοντίσει | θα έχει οζοντίσει | να έχει οζοντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οζοντίσει | είχαμε οζοντίσει | θα έχουμε οζοντίσει | να έχουμε οζοντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε οζοντίσει | είχατε οζοντίσει | θα έχετε οζοντίσει | να έχετε οζοντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οζοντίσει | είχαν οζοντίσει | θα έχουν οζοντίσει | να έχουν οζοντίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία οζοντίζω
|