Ετυμολογία

επεξεργασία
οζοντίζω < όζον + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ozoniser / ozoner < ozone < γερμανική Ozon < αρχαία ελληνική ὄζω)

οζοντίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία