Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οζονίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ozoniser / ozoner + -ίζω < ozone < γερμανική Ozon < αρχαία ελληνική ὄζω

  Ρήμα επεξεργασία

οζονίζω

  1. εμπλουτίζω με όζον
  2. ψεκάζω / διαποτίζω με όζον (για απολύμανση κ.λπ.)
  3. εμπλουτίζω με όζον

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία