Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οζονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
οζονισμέν
ος
η
οζονισμέν
η
το
οζονισμέν
ο
γενική
του
οζονισμέν
ου
της
οζονισμέν
ης
του
οζονισμέν
ου
αιτιατική
τον
οζονισμέν
ο
την
οζονισμέν
η
το
οζονισμέν
ο
κλητική
οζονισμέν
ε
οζονισμέν
η
οζονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
οζονισμέν
οι
οι
οζονισμέν
ες
τα
οζονισμέν
α
γενική
των
οζονισμέν
ων
των
οζονισμέν
ων
των
οζονισμέν
ων
αιτιατική
τους
οζονισμέν
ους
τις
οζονισμέν
ες
τα
οζονισμέν
α
κλητική
οζονισμέν
οι
οζονισμέν
ες
οζονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
οζονισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
οζονίζω
Μετοχή
επεξεργασία
οζονισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
οζονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οζονισμένος