οδοντόλιθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οδοντόλιθος | οι | οδοντόλιθοι |
γενική | του | οδοντόλιθου & οδοντολίθου |
των | οδοντόλιθων & οδοντολίθων |
αιτιατική | τον | οδοντόλιθο | τους | οδοντόλιθους & οδοντολίθους |
κλητική | οδοντόλιθε | οδοντόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οδοντόλιθος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική odontolith < αρχαία ελληνική οδούς + λίθος
Ουσιαστικό επεξεργασία
οδοντόλιθος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
οδοντόλιθος