πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οδοντοφόρος η οδοντοφόρος
& οδοντοφόρα
το οδοντοφόρο
      γενική του οδοντοφόρου της οδοντοφόρου
& οδοντοφόρας
του οδοντοφόρου
    αιτιατική τον οδοντοφόρο την οδοντοφόρο
& οδοντοφόρα
το οδοντοφόρο
     κλητική οδοντοφόρε οδοντοφόρε
& οδοντοφόρα
οδοντοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οδοντοφόροι οι οδοντοφόροι
& οδοντοφόρες
τα οδοντοφόρα
      γενική των οδοντοφόρων των οδοντοφόρων των οδοντοφόρων
    αιτιατική τους οδοντοφόρους τις οδοντοφόρους
& οδοντοφόρες
τα οδοντοφόρα
     κλητική οδοντοφόροι οδοντοφόροι
& οδοντοφόρες
οδοντοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

οδοντοφόρος, -ος/-α, -ο

  1. που φέρει δόντια, που είναι οδοντωτός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) οδοντοφόρο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. οδοντοφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ὀδοντοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.