οδοντοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οδοντοφόρος < ελληνιστική κοινή ὀδοντοφόρος[1] [2] < αρχαία ελληνική ὀδούς + φέρω
Επίθετο
επεξεργασίαοδοντοφόρος, -ος/-α, -ο
- που φέρει δόντια, που είναι οδοντωτός
- (ουσιαστικοποιημένο) οδοντοφόρο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οδοντοφόρος
|
- ↑ οδοντοφόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ὀδοντοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.