Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οδοντοφόρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
οδοντοφόρ
ο
τα
οδοντοφόρ
α
γενική
του
οδοντοφόρ
ου
των
οδοντοφόρ
ων
αιτιατική
το
οδοντοφόρ
ο
τα
οδοντοφόρ
α
κλητική
οδοντοφόρ
ο
οδοντοφόρ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οδοντοφόρο
<
ουσιαστικοποιημένο
ουδέτερο
του
επιθέτου
οδοντοφόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οδοντοφόρο
ουδέτερο
προεξοχή
με
δοντάκια
στο
στόμα
μαλακίων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδοντοφόρο