• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ξυλάγγουρο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλάγγουρο τα ξυλάγγουρα
      γενική του ξυλάγγουρου των ξυλάγγουρων
    αιτιατική το ξυλάγγουρο τα ξυλάγγουρα
     κλητική ξυλάγγουρο ξυλάγγουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ξυλάγγουρο < ξυλ- + αγγούρ(ι) + -ο

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ksiˈlaŋ.ɡu.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λάγ‐γου‐ρο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξυλάγγουρο ουδέτερο

  1. (λαχανικό) ποικιλία αγγουριού, καρπός της ξυλαγγουριάς
    ≈ συνώνυμα: αντζούρι
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος άχαρος, που δεν ξέρει πώς να σταθεί και να μιλήσει

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ξυλαγγουριά
  • → δείτε τις λέξεις ξύλο και αγγούρι

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ξυλάγγουρο στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ξυλάγγουρο
  • αγγλικά : Armenian cucumber (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ξυλάγγουρο&oldid=5498333"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 23:00

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 23:00.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας