Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλάγγουρο τα ξυλάγγουρα
      γενική του ξυλάγγουρου των ξυλάγγουρων
    αιτιατική το ξυλάγγουρο τα ξυλάγγουρα
     κλητική ξυλάγγουρο ξυλάγγουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυλάγγουρο < ξυλ- + αγγούρ(ι) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksiˈlaŋ.ɡu.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυ‐λάγ‐γου‐ρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξυλάγγουρο ουδέτερο

  1. (λαχανικό) ποικιλία αγγουριού, καρπός της ξυλαγγουριάς
     συνώνυμα: αντζούρι
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος άχαρος, που δεν ξέρει πώς να σταθεί και να μιλήσει

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία