ξυλάγγουρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ksiˈlaŋ.ɡu.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξυ‐λάγ‐γου‐ρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυλάγγουρο ουδέτερο
- (λαχανικό) ποικιλία αγγουριού, καρπός της ξυλαγγουριάς
- (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος άχαρος, που δεν ξέρει πώς να σταθεί και να μιλήσει
Συγγενικά επεξεργασία
- ξυλαγγουριά
- → δείτε τις λέξεις ξύλο και αγγούρι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυλάγγουρο