αντζούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντζούρι | τα | αντζούρια |
γενική | του | αντζουριού | των | αντζουριών |
αιτιατική | το | αντζούρι | τα | αντζούρια |
κλητική | αντζούρι | αντζούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντζούρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική آجر (âcürr) (νέα ελληνική acur) < αραβική آجُرّ (ʾājurr) < αραμαϊκή 𐡓𐡅𐡂𐡀 (*ʾaggor /ʾgwr/) < ακκαδική 𒅇𒆪𒊒𒌝 (agurru, ukurru) < σουμεριακή al.ùr.(r)a
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντζούρι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- αντζουριά
- νεράντζουρο
- → δείτε τη λέξη αγγούρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντζούρι
|