αντζουριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντζουριά | οι | αντζουριές |
γενική | της | αντζουριάς | των | αντζουριών |
αιτιατική | την | αντζουριά | τις | αντζουριές |
κλητική | αντζουριά | αντζουριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντζουριά < αντζούρ(ι) + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντζουριά θηλυκό
- (φυτό) η ξυλαγγουριά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντζουριά
|