Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξομπλιαστός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξομπλιαστ
ός
η
ξομπλιαστ
ή
το
ξομπλιαστ
ό
γενική
του
ξομπλιαστ
ού
της
ξομπλιαστ
ής
του
ξομπλιαστ
ού
αιτιατική
τον
ξομπλιαστ
ό
την
ξομπλιαστ
ή
το
ξομπλιαστ
ό
κλητική
ξομπλιαστ
έ
ξομπλιαστ
ή
ξομπλιαστ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξομπλιαστ
οί
οι
ξομπλιαστ
ές
τα
ξομπλιαστ
ά
γενική
των
ξομπλιαστ
ών
των
ξομπλιαστ
ών
των
ξομπλιαστ
ών
αιτιατική
τους
ξομπλιαστ
ούς
τις
ξομπλιαστ
ές
τα
ξομπλιαστ
ά
κλητική
ξομπλιαστ
οί
ξομπλιαστ
ές
ξομπλιαστ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξομπλιαστός
<
ξομπλιάζ(ω)
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
ξομπλιαστός, -ή, -ό
στολισμένος
,
κεντημένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
αξόμπλιαστος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ξόμπλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξομπλιαστός
αγγλικά
:
decorated
(en)