Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξομπλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξομπλιάζω / εξομπλιάζω < εξόμπλ(ιον) + -ιάζω [1]

  Ρήμα επεξεργασία

ξομπλιάζω

  1. διακοσμώ, στολίζω (συνήθως σε κέντημα)
  2. (μεταφορικά) κουτσομπολεύω, κακολογώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία